ικετώσυνος

ικετώσυνος
ἱκετώσυνος, -ον (Α)
φρ. «ἱκετώσυνα ἱερά» — αγνισμοί, κάθαρση από ανθρωποκτονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης + κατάλ. -ώσυνος (πρβλ. ιερώσυνος). Το -ω-τού τ. οφείλεται στον νόμο τής ρυθμικής εκτάσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ικέτης — ο, θηλ. ικέτιδα και ικέτις (ΑΜ ἱκέτης, θηλ. ἱκέτις, ιδος) αυτός που κατάφεύγει σε κάποιον και ζητά βοήθεια και προστασία νεοελλ. αυτός που παρακαλεί θερμά κάποιον, αυτός που εκλιπαρεί αρχ. αυτός που παρακαλεί να εξαγνιστεί από κάποιο φόνο τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”